David Cooper: "Τί είναι η σχιζοφρένεια;"

«Η τρέλα είναι η απελπισμένη έκφραση μιας   
ριζικής ανάγκης για αυτονομία και αλλαγή.»*    

   Επιλεγμένα αποσπάσματα από το κείμενο "Τί είναι η σχιζοφρένεια;" του Ντέιβιντ Κούπερ (David Cooper) με το οποίο συμμετείχε το 1975 στο Ιαπωνικό Συνέδριο Νευρολογίας και Ψυχιατρικής που διεξήχθη στο Τόκιο και περιελήφθη αργότερα ως παράρτημα στο βιβλίο του "Η γλώσσα της τρέλας" (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, απ' όπου και τα παρατιθέμενα αποσπάσματα). Στο κείμενο του ο Κούπερ συνοψίζει με το γνωστό του ύφος τις βασικές θέσεις της βρετανικής αντιψυχιατρικής, η οποία στις δεκαετίες του 1960 και 1970 αμφισβήτησε σοβαρά και με αξιώσεις τις θεωρίες και τις πρακτικές της κατεστημένης θεσμικής και ακαδημαϊκής ψυχιατρικής -θέσεις που γίνονται και πάλι επίκαιρες καθώς όλο και περισσότεροι ακτιβιστές αλλά και επαγγελματίες της ψυχικής υγείας συνειδητοποιούν ξανά τον αδιαμφισβήτητο κατασταλτικό ρόλο και τον επικίνδυνο επεκτατισμό της σύγχρονης ψυχιατρικής και της πιστής της θεραπαινίδας της ψυχολογίας… ("Η ψυχιατρική ηγεμονία"

Τα αποσπάσματα παρατίθενται με τροποποιημένη την αρχική μετάφρασή τους.   
Προσαρμογή - Σχόλια: Χρήστος Μπελόπουλος   


Αντονέν Αρτώ (Antonin Artaud), "Προβολή του αληθινού σώματος", 1946
Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Παρίσι

Η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει!


    Θα αρχίσω την ομιλία μου[1] δηλώνοντας προκαταβολικά ότι η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει.[…] Δεν υπάρχει με τη συνηθισμένη ιατρο-νοσολογική έννοια: δηλαδή, σαν μια περισσότερο ή λιγότερο ενοποιημένη συλλογή αντικειμενικών σημείων και εξαντικειμενοποιημένων συμπτωμάτων για τα οποία υπάρχουν (ή ελπίζεται ότι θα βρεθούν αργά ή γρήγορα) μία ή περισσότερες ενδογενείς αιτίες. Εκείνο που αμφισβητείται κυρίως εδώ είναι η ορθότητα του ιατρικού τρόπου σκέψης σε σχέση με ορισμένες μορφές ανθρώπινης εμπειρίας και συμπεριφοράς: η "ταξινομοποιητική" δηλαδή προσέγγιση και η τυχαιότητα του επιστημονικού μοντέλου της ψυχιατρικής. Έτσι, κάθε φορά που θα αναφέρομαι στη σχιζοφρένεια, η λέξη θα πρέπει να νοείται πάντα μέσα σε εισαγωγικά…[…]

    Αν όμως η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει, η τρέλα σίγουρα υπάρχει. […] "Σχιζοφρένεια" είναι η "ιατρική" ετικέτα που αποδίδει η ψυχιατρική σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που η κοινωνία αποκαλεί γενικά "τρελούς". […] Η τρέλα όμως βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στον καθένα μας σαν δυνατότητα για ριζική αποδόμηση των "φυσιολογικών" (κανονικών) δομών της ύπαρξής μας με στόχο την αναδόμηση μιας λιγότερο αλλοτριωμένης (κυβερνωμένης δηλαδή από τις εξωτερικευμένες δυνάμεις της "ετερότητας") μορφής ύπαρξης: Είναι μια διαδρομή αποσύνθεσης και ανασύνθεσης, θανάτου και αναγέννησης.

    Ένα άτομο θεωρείται από την κοινωνία τρελό μόνον όταν σε κάποια δεδομένη στιγμή παύει να συμμορφώνεται επαρκώς με τις κοινωνικές συμβάσεις, και σ' αυτή τη στιγμή μπαίνει σε λειτουργία ο ιατρικός-κατασταλτικός μηχανισμός της αστικής κοινωνίας. Αν η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά είναι αρκετά ασαφής, αρκετά ακατανόητη και συνεπώς εκφοβιστική για τους "κανονικούς" ανθρώπους (επειδή ακριβώς απηχεί τις τρομοκρατικές δυνατότητες θανάτου-αναγέννησης που βρίσκονται μέσα σε κάθε άτομο), τότε επιστρατεύεται συνήθως η ρετσινιά της σχιζοφρένειας. Τα πράγματα διαφέρουν λιγάκι στην περίπτωση της "μανιοκατάθλιψης", επειδή από καιρό σε καιρό είμαστε όλοι λιγάκι "μανιακοί" ή σε "κατάθλιψη", και συνεπώς έχουμε μεγαλύτερη κατανόηση αυτών των καταστάσεων. […] Αντίθετα, στην περίπτωση της σχιζοφρένειας μοιάζει σαν να βρισκόμαστε μπροστά στην ριζικά ακατανόητη ετερότητα, στην ριζικά ακατανόητη τρέλα.[2]

    Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Όπως έδειξε ο Μισέλ Φουκώ (στο βιβλίο του "Ιστορία της τρέλας")[3], στην Ευρώπη τού Μεσαίωνα η τρέλα ήταν σεβαστή σαν ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης και γνώσης, ίσως μάλιστα και σαν ένας προνομιακός δρόμος που οδηγούσε πιο άμεσα στον παράδεισο. Μονάχα μετά την επονομαζόμενη ευρωπαϊκή αναγέννηση, με την άνθηση της εμποριοκρατίας και τις απαρχές του καπιταλισμού, αρχίζει να εμφανίζεται, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, η διαδικασία του αποκλεισμού του τρελού από την κοινωνία. Στην αρχή βλέπουμε να τους φορτώνουν στα "πλοία των τρελών" που "ταξίδευαν ατελεύτητα στα κανάλια και τα ποτάμια της Ευρώπης",[4] για να ακολουθήσει στη συνέχεια ο εγκλεισμός τους στα λεπροκομεία που είχαν αδειάσει στο μεταξύ απ' τους τροφίμους τους. Ο αποκλεισμός αυτός του τρελού συμβαδίζει με τον ακραίο περιορισμό της Λογικής στα υλικά και μόνο συμφέροντα της αναδυόμενης αστικής τάξης.[5] Εδώ νομίζω θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στη Λογική και τη Γνώση. Λογική και Παράλογο αποτελούν δυο διαφορετικούς τρόπους γνώσης. Η τρέλα είναι και αυτή ένας τρόπος γνώσης, μια άλλη μέθοδος εξερεύνησης τόσο του "εσωτερικού" όσο και του "εξωτερικού" κόσμου. Η αιτία του αποκλεισμού και της ακύρωσης της τρέλας δεν είναι καθαρά ιατρική ούτε στενά κοινωνική. Είναι -όπως θα προσπαθήσω να δείξω- πολιτική.

    Στον 19ο αιώνα, με την πλήρη ανάπτυξη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ο αποκλεισμός και ο εγκλεισμός του τρελού πήραν απόλυτο χαρακτήρα, ενώ η ψυχιατρική εξελίχθηκε σε κλάδο της ιατρικής, διατηρώντας όλο το κύρος, τη μυστικότητα και τις ειδικές εξουσίες της ιατρικής συντεχνίας, με σκοπό να ελέγχει τον τρελό προς όφελος πάντα του νέου αστικού κράτους. Στον 20ο αιώνα, μέσα από το πλήθος των μυθοποιήσεων της "φιλελεύθερης προόδου", αυτός ο έλεγχος εντάθηκε και επεκτάθηκε όσο ποτέ άλλοτε, χαρακτηρίζοντας ως "ψυχικά ασθενείς" έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, ανθρώπων που δεν χρειάζεται μεν να κλειστούνε σε ψυχιατρεία [αλλά βρίσκονται υπό συνεχή ψυχιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή].


Η αμφισβήτηση του ιατρικού μοντέλου της σχιζοφρένειας και η αντι-ψυχιατρική


    Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960 δημοσιεύτηκε μεγάλος αριθμός εργασιών που αμφισβητούσαν την παραδοσιακή ιατρική αντίληψη της σχιζοφρένειας -η οποία είχε παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη από την εποχή του Κρέπελιν (1856-1926) και του Μπλόυλερ (1957-1939) καθώς οι ψυχαναλυτικές απόψεις είχαν μικρή μόνο επίδραση στην καθημερινή πρακτική και διαγνωστική προσέγγιση της κλινικής-θεσμικής ψυχιατρικής. Δεν θα αναφερθώ εδώ στο κλασικό απομυθοποιητικό έργο του Τόμας Σαζ[6] ούτε θα συνοψίσω τη δουλειά που έκανε ο Λιντζ[7], ο Γουίν[8] και άλλοι πάνω στις οικογένειες των σχιζοφρενών, μια και η δουλειά αυτή είναι ευρύτατα γνωστή και κριτικά τουλάχιστον αναγνωρισμένη.

    Ίσως η πιο σημαντική από πρακτική άποψη εργασία ήταν αυτή που δημοσιεύτηκε το 1956 από τον Γκρέγκορυ Μπέιτσον και την ομάδα του Πάλο Άλτο, η οποία υποστήριζε μια θεωρία της σχιζοφρένειας βασισμένης στην παθολογία της επικοινωνίας,[9] -αν και η εργασία αυτή δεν αμφισβητούσε καθόλου την έννοια της σχιζοφρένειας σαν "πραγματικής" ασθένειας και παρέμεινε μέσα στο εννοιολογικό ιατρικό πλαίσιο ή μάλλον δεν ερχόταν σε αντίθεση μαζί του. Ωστόσο, η θεωρία του "διπλού δεσμού" [βασική έννοια στη θεωρία του Μπέητσον] μετατόπισε την έμφαση από τη μηχανιστική οργανική προσέγγιση προς μια μικρο-κοινωνική προσέγγιση αλληλοεπιδράσεων. […] Κατά τη γνώμη μου, ο μελλοντικός ασθενής εισέρχεται στην ψυχιατρική διαδικασία, που φέρνει την ετικέτα "σχιζοφρένεια", από τη στιγμή που αρχίζει να λέει "Όχι" στις επιταγές της οικογένειας (η οποία λειτουργεί απλώς σαν μεσολαβητής του αλλοτριωτικού συστήματος συμβιβασμού-υποταγής της αστικής κοινωνίας)· και αυτό συμβαίνει γιατί προσπαθεί να επιβεβαιώσει την αυτονομία της ύπαρξης του ενάντια σε ένα σύστημα πνευματικού ιμπεριαλισμού που διοχετεύεται σ' αυτόν από τη συμπαιγνία του κλειστού συστήματος της οικογένειάς του και της συμβατικής ψυχιατρικής, καθώς και από τα άλλα συστήματα μεσολάβησης.

    Το έργο που συντελέστηκε στις ΗΠΑ άνοιξε πάντως τον δρόμο σε μια άποψη σύμφωνα με την οποία η σχιζοφρένεια δεν είναι η νοσηρή διαδικασία που αναπτύσσεται σε ένα μόνο άτομο, αλλά μάλλον κάτι που συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων. […]

"Phoenix Rising" (1980-1990)
Καναδικό περιοδικό
επιζώντων της ψυχιατρικής
    Παρόλο που μπορεί να αντιμετωπίζει κανείς με πολύ σκεπτικισμό την ύπαρξη της σχιζοφρένειας σαν νοσολογικής οντότητας, ο ίδιος ο όρος περικλείει χωρίς αμφιβολία μια σημαίνουσα πραγματικότητα και αποτελεί επίσης μια ετικέτα-προτροπή για ένα ορισμένο κοινωνικό ρόλο. Ο προσωρινός αντινοσολογικός ορισμός που είχα διατυπώσει το 1967 είχε ως εξής: «Η σχιζοφρένεια είναι μια μικρο-κοινωνική κρίση-κατάσταση στην οποία οι πράξεις και η εμπειρία ενός συγκεκριμένου ατόμου ακυρώνονται από τους άλλους, για ορισμένους εμφανείς πολιτιστικούς και μικρο-πολιτιστικούς (συνήθως οικογενειακούς) λόγους, σε σημείο ώστε το άτομο αυτό να θεωρείται και να ορίζεται από το περιβάλλον του σαν "ψυχασθενής", για να καταγραφεί στη συνέχεια (μέσα από την καθορισμένη αλλά πέρα για πέρα αυθαίρετη διαδικασία ταξινόμησης) επισήμως πλέον στη λίστα των ασθενών και να του αποδοθεί η ταυτότητα του "σχιζοφρενή" από τους ιατρικούς και οιονεί ιατρικούς φορείς.» […]

    Έχουμε να κάνουμε στην πραγματικότητα με μια κοινωνική κατάσταση όπου ένα άτομο σταμπάρεται με τη ρετσινιά της σχιζοφρένειας. Μια που δεν υπάρχει πραγματική ασθένεια, αλλά μόνον ένα σύστημα διαδικασιών "ετικεταρίσματος", δεν νομίζω πως είναι σωστό να σκεφτόμαστε με όρους γενετικής, βιοχημικής, βακτηριοδολογικής, κ.τ.λ. αιτιολογίας. Αιτιολογία για τί πράγμα άλλωστε; Αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι ένα σύνολο εμπειριών και πράξεων τού ατόμου που έχει σταμπαριστεί σαν "σχιζοφρενής" και η σχέση του με τους άλλους. Αυτές οι πράξεις και οι εμπειρίες ενοποιούνται σε ένα είδος κώδικα, αλλά πρόκειται για έναν κώδικα που είναι βαθύτατα διαφορετικός από εκείνον που εκφράζεται με τα "φυσιολογικά" σύνολα εμπειρίας και συμπεριφοράς. […]


Η σχιζοφρενική κρίση ως ένας επώδυνος δρόμος προς την αυτονομία και την αυθεντική ύπαρξη. Το νόημα των σχιζοφρενικών συμπτωμάτων.


    Για να δώσουμε νόημα στη σκηνή της Σχιζοφρενικής Μύησης αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα νέο είδος μεθόδου αλλά μια νέα μορφή σκέψης. Η σκέψη μας διαμορφώνεται από την πράξη που αναλαμβάνουμε· συνεπώς μονάχα αν δράσουμε διαφορετικά σε σχέση με τους ανθρώπους που έχουν χαρακτηρισθεί σχιζοφρενείς, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να απομορφοποιήσουμε επαρκώς τη "φυσιολογική" μας σκέψη και να την αναμορφώσουμε κατόπιν με τέτοιο τρόπο ώστε η ομιλία και ο διάλογος να αντικαταστήσει τη διάγνωση, την αντικειμενοποίηση και την καταστολή.

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη βιοχημεία. Υπάρχουν βιοχημικές αντιστοιχίες σε κάθε ανθρώπινο σύνολο εμπειρίας και συμπεριφοράς, αλλά οι αντιστοιχίες δεν είναι βέβαια αιτίες. […] Η βιοχημική έρευνα στη "σφαίρα της σχιζοφρένειας" θα μπορούσε, νομίζω, να έχει μεγάλη σπουδαιότητα, όχι όμως με στόχο να βρούμε φάρμακα για να σταματήσουμε κάποια υποτιθέμενη σχιζοφρενική διαδικασία, αλλά προκειμένου να ανακαλύψουμε νέες χημικές ουσίες που θα διευκόλυναν μια "θετική τρέλα", μια τρέλα που θα αποτελεί ανάκτηση της χαμένης εμπειρίας, μια αναγέννηση.[10] Στην πραγματικότητα όμως πιστεύω πως ο δρόμος για μια τέτοια προσωπική αναγέννηση περνάει κυρίως μέσα από κοινωνικές αλλαγές, και ακριβώς επειδή αλλάζει το περιεχόμενο της εμπειρίας μας, αλλάζει [παράλληλα] και η χημεία του σώματός μας. Όπως έχω πει ήδη, η αρχική "σχιζοφρενική κρίση" είναι ένας τρόπος για ν' αρχίσει κανείς να λέει "Όχι" και συνεπώς αποτελεί κάτι το δυνητικά πολύτιμο. Ξαφνικά όμως η διαδικασία αυτή διακόπτεται βίαια από τη συμβατική ψυχιατρική διαδικασία και από τις προσπάθειες επανομαλοποίησης του ατόμου.

    Η βαθύτερη εξέταση του "Όχι" της σχιζοφρενικής κρίσης μας οδηγεί σε μια αναθεώρηση της σχιζοφρενικής συμπτωματολογίας. Το άτομο λέει όχι στις μυθοποιητικές ραδιουργίες που θα του στερήσουν για πάντα μια αυτόνομη ύπαρξη ανεξάρτητη από το έρεβος της οικογενειακής συμβίωσης και από το δίχτυ που απλώνει αργότερα γύρω του το ψυχιατρικό ίδρυμα και τα παρακλάδια του. Το "Όχι" ωστόσο δεν γίνεται ακουστό, οπότε η μόνη δυνατότητα που απομένει στο άτομο είναι να εκφραστεί με κάποια άλλα μέσα. Το "άλλα μέσα" μπορεί, για παράδειγμα, να είναι μια αναδίπλωση στις δικές του σκέψεις με τρόπο ώστε τα λόγια που απευθύνει στους άλλους ανθρώπους να φαίνονται δισταχτικά, αποσπασματικά και χωρίς συνοχή (στην κλινική γλώσσα αυτό θα θεωρηθεί σαν "μπλοκάρισμα σκέψης"). Στην περίπτωση του εν-εξελίξει-σχιζοφρενή, αυτός μπορεί να γελάει, να χαμογελάει ή να κλαίει μπροστά στον παραλογισμό μιας επικοινωνίας στεγνής, πτωχυμένης, ακατανόητης που έχει καταντήσει η μόνη δυνατή ανάμεσα σ' αυτόν και τους γονείς του ή τους γιατρούς (κλινικά αυτό θα αποτελούσε "συναισθηματική δυσαρμονία", "απρόσφορο συναίσθημα" κ.τ.λ.). Υπάρχει ακόμη η περίπτωση όπου ο υποψήφιος τρελός, προκειμένου να δώσει κάποιο νόημα στην εμπειρία του και να εκφράσει μια αλήθεια που είναι δύσκολο να ειπωθεί άμεσα, και για την οποία γνωρίζει ότι δεν θα γινόταν καταληπτή από τους άλλους ακόμη και αν μπορούσε να διατυπωθεί άμεσα, λέει την αλήθεια αναφορικά με τον οικογενειακό μικρόκοσμο (και αργότερα τον ψυχιατρικό μικρόκοσμο), συνυφαίνοντάς την με αλήθειες γύρω από τον μακρόκοσμο, σε μια γλώσσα μεταφορική (κλινικά ονομαζόμενη "παραλήρημα").

    Και εδώ προβάλλει το ερώτημα: Γιατί να μην αντιμετωπίσουμε αυτόν τον μεταφορικό λόγο σαν απόπειρα "από-μεταφορικοποίησης" των ξεθωριασμένων και ανεπαρκών μεταφορών της φυσιολογικότητας; Η μεταφορική γλώσσα (ή μάλλον η αντι-μεταφορική γλώσσα στην οποία οι μεταφορές του σχιζοφρενή εκτοπίζουν τις μεταφορές της κανονικότητας) μπορεί πράγματι να είναι περισσότερο κατάλληλη σε ένα λόγο που αφορά τα παράξενα συμβάντα του "φυσιολογικού" κόσμου από μια γλώσσα πιο κυριολεκτική στις σημασίες της. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε είναι επιτακτική ανάγκη για τον ψυχίατρο να ξεχάσει την εκπαίδευσή του και να "από-φυσιλογικοποιήσει" επαρκώς την ιατρική του συνείδηση για να μπορέσει να λάβει μέρος σ' αυτόν τον λόγο, πράγμα που εξυπονοεί την αυτοκτονία του σαν ψυχιάτρου. Αν δεν το κάνει, η "έλλειψη επαφής" πιθανόν να μην είναι ελάττωμα μόνο του ασθενή. Προσωπικά δεν αντιμετώπισα ποτέ δυσκολίες επαφής με ένα άτομο που γινόταν δεκτό στο νοσοκομείο σαν σχιζοφρενής.[11] Αντίθετα, τέτοιες δυσκολίες είχα συχνά με τους ψυχιάτρους, των οποίων οι τρόποι επικοινωνίας μού φαίνονται συχνά αλλόκοτοι, ακατάλληλοι και, εν ολίγοις, ανίκανοι να συλλάβουν ό,τι βρίσκεται κάτω από τη μύτη τους. Αυτό σημαίνει υποτίθεται πως εγώ έχω προχωρήσει πολύ στο χώρο της δικής μου τρέλας ή πως οι εν λόγω ψυχίατροι έχουν μείνει πολύ έξω από τη δική τους. Ίσως να είναι παθολογικά φυσιολογικοί. Εν τοιαύτη περίπτωση όμως δεν βρίσκω καμιά αρετή στην στατιστική φυσιολογικότητα που είναι κάτι σαν θάνατος-μέσα-στη-ζωή, ένα είδος αρτηριοσκλήρωσης της ύπαρξης όπου οι άνθρωποι ταυτίζονται ολοκληρωτικά με τα στερεότυπα των κοινωνικών τους ρόλων.

    Η πραγματική ψυχική υγεία, εξάλλου, σχετίζεται πιο στενά με την τρέλα και είναι διαμετρικά αντίθετη με τη φυσιολογικότητα. Η διαφορά ανάμεσα στον πνευματικά υγιή άνθρωπο και τον τρελό που γίνεται νοσηλευόμενος σχιζοφρενής, βρίσκεται απλώς στο γεγονός ότι ο ψυχικά υγιής διαθέτει μια επαρκή στρατηγική που του επιτρέπει να αποφεύγει -μόνο να αποφεύγει- τις παγίδες της αναπήρωσής του μέσα στο "φυσιολογικό κόσμο".[12]

    Για να βρούμε το νόημα της τρέλας μέσα σ' αυτό το ιστορικό στάδιο, οφείλουμε να αναλάβουμε μια πολιτικά συνειδητή μορφή κοινωνικής δράσης και ταυτόχρονα να στοχαστούμε πάνω σ' αυτή τη δράση. Από το στοχασμό αυτό θα προκύψει μια γνώση που πάει πέρα από την τεχνική. Μια λογική του παράλογου που δεν βρίσκει νοήματα αλλά δημιουργεί νοήματα για έναν κόσμο που θα είναι λιγότερο χωρίς νόημα από τον δικό μας.

Επιμέλεια σελίδας: Ντίνος Χατζηαθανασίου  
----------------------------------

    Σχετικές αναρτήσεις

David Cooper: Τί είναι η αντιψυχιατρική;
David Cooper: Δεν υπάρχουν προσωπικά προβλήματα. Όλα τα προβλήματα είναι πολιτικά 
Ronald Laing: Ποιος είναι τρελός; Ποιος είναι σχιζοφρενής;

Αφίσα από την ταινία-νοκιμαντέρ (2017) "Crazywise"
["Η σοφία της τρέλας"]



    Σημειώσεις και Σχόλια


1. (Σ.τ.Σ) Οι σημειώσεις αυτές, που έχουν σαν βάση μια ομιλία μου στο Ιαπωνικό Συνέδριο Νευρολογίας και Ψυχιατρικής, στο Τόκιο, τον Μάη τού 1975, παρατίθενται εδώ γιατί εξακολουθώ να διαπιστώνω μεγάλη σύγχυση σχετικά με τη διάκριση μεταξύ σχιζοφρένειας (ή ψύχωσης) και τρέλας. Νιώθω επίσης την ανάγκη να συνοψίσω ορισμένα μεθοδολογικά σημεία και να επαναβεβαιώσω έναν παλιότερο ορισμό που είχα δώσει δέκα χρόνια πριν. Σε μερικές γλώσσες γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στην τρέλα όπως την βλέπει η ιατρική (pazzia στα ιταλικά) και σε μια πιο γενική έννοια της τρέλας (follia) -η οποία θεωρείται συχνά σαν κάτι δημιουργικό, εμπνευσμένο και συχνά με σατιρική διάθεση (όπως στα έργα τού Πιραντέλλο)- ή στην άλλη τρέλα τού καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος, της γραφειοκρατίας, κλπ., για την οποία προτιμώ την αγγλική λέξη "craziness". 'Όπως το γερμανικό verriickt που αντιτίθεται στο αληθινό παραλήρημα τού wahnsinn. Ή όπως το λατινικό delusion (de-ludere που σημαίνει παίζω ή ειρωνεύομαι έντονα και διαφέρει από το delirium: αποκλίνω (απομακρύνομαι) από την πεπατημένη. Στα γαλλικά υπάρχει μόνο η λέξη delire και για τις δυο αυτές πολύ διαφορετικές έννοιες.

2. «Όσο και να μιλά, να χειρονομεί, να προσπαθεί να εξηγήσει, να φωνάζει και να χτυπιέται, δεν τον "καταλαβαίνουμε", γράφει ο Ευγένιος Μινκόφσκι(1885-1972), μια από τις μεγαλύτερες μορφές της γαλλικής ψυχιατρικής του περασμένου αιώνα.« Μια ρήξη, ένα χάσμα έχει δημιουργηθεί ανάμεσά μας. Ο τρελός έχει αποκλειστεί από την κοινωνία των ζώντων. Δεν ενσωματώνεται πια. Ο όρος aliéné [αλλοτριωμένος / "αλλόφρων"] βρίσκει έτσι τον πραγματικό λόγο ύπαρξής του.»
(Eugène Minkowski, "Traité de psychopathologie", p. 37, PUF, 1966.) 

3. Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της τρέλας, εκδ. Ηριδανός, 2004
(σύμφωνα με τη γαλλική έκδοση -επιτομή- του 1964)
     Μισέλ Φουκώ, Ἱστορία τῆς τρέλας στὴν κλασικὴ ἐποχή, εκδ. Καλέντης 2007.
(σύμφωνα με την πρωτότυπη γαλλική έκδοση του 1961). 

4. Η ιστορία με "τα πλοία των τρελών", αν και συνεχίζεται να επαναλαμβάνεται από πολλούς συγγραφείς μέχρι και σήμερα, φαίνεται πως είναι ένας ωραίος φουκωικός μύθος. Τα πλοία των τρελών υπήρξαν, όπως υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί και ειδικοί της Αναγέννησης, μόνο ως λογοτεχνικό και εικαστικό μοτίβο.
(Βλέπε: "Το πλοίο των τρελλών" στην ποίηση και τη ζωγραφική της Αναγέννησης"

5. Ο Ντέιβιντ Κούπερ υιοθετεί την ιδέα του Μισέλ Φουκώ περί "Μεγάλου Εγκλεισμού" των τρελών (μαζί με τις άλλες κατηγορίες περιθωριακών και επικίνδυνων ατόμων) που ξεκινά, πάντα κατά τον Φουκώ, περί τα μέσα του 17ου αιώνος. Ωστόσο σήμερα ιστορικοί, όπως ο Κλωντ Κετέλ, αμφισβητούν την κεντρική αυτή θέση του Γάλλου φιλοσόφου, τουλάχιστον όπως αυτή παρουσιάζεται στην "Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή", και τον κατηγορούν επιπλέον ότι ταυτίζει στο έργο του την έννοια της τρέλας [folie] με την έννοια της "αλογίας" [déraison].
(Claude Quétel, "L'évangile selon Foucault" ["Το κατά Φουκώ ευαγγέλιο"]. Στο: Histoire de la folie de l'antiquité à nos jours, édit. Tallandier, 2009.) 

6. Τόμας Σαζ, Ο μύθος της ψυχικής αρρώστιας, εκδ. Κασόλου, 1976.

7. Για τον Αμερικανό ψυχίατρο Theodore Lidz (1910-2001) βασική αιτία της σχιζοφρένειας είναι οι παθογόνες δυσλειτουργικές, και αμοιβαία απορριπτικές σχέσεις μεταξύ των γονέων.
(Για περισσότερα βλέπε: "Οι παθογόνες δυσλειτουργικές σχέσεις μεταξύ των γονέων βασική αιτία της σχιζοφρένειας κατά τον Theodore Lidz"

8. Για τον Αμερικανό ψυχίατρο και ψυχολόγο Lyman Wynne (Λάιμαν Γουίν, 1923-2007), «στις οικογένειες των ατόμων που αργότερα θα παρουσιάσουν οξεία σχιζοφρενική ώση, εκείνες οι σχέσεις που ανοιχτά θεωρούνται αποδεκτές έχουν τον χαρακτήρα μιας βαθιά χαραγμένης και μόνιμης ψευδοαμοιβαιότητας»: Οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς χαρακτηρίζονται από την έλλειψη αυθορμητισμού (στο επίπεδο της λεκτικής έκφρασης και των συναισθημάτων), την στερεοτυπία, την αποφυγή κάθε αλλαγής, τον βαθύτατο φόβο τελικά μην διαταραχθούν οι επίπλαστες ισορροπίες.
(Lyman Wynne, Irving Ryckoff, Juliana Day, Stanley Hirsch, "Ψευδο-αμοιβαιότητα στις οικογενειακές σχέσεις σχιζοφρενικών"· στο "Σχιζοφρένεια και Οικογένεια", ό.π.)

9. Για τον Βρετανό κοινωνικό ανθρωπολόγο Gregory Bateson (Γκέγκορυ Μπέιτσον, 1904-1980) και τον Αμερικανό συνεργάτη του και ψυχίατρο Don Jackson (Ντον Τζάκσον, 1920-1968), η σχιζοφρένεια είναι το αποτέλεσμα της διαταραγμένης ενδοοικογενειακής επικοινωνίας και ιδιαίτερα της διαταραγμένης επικοινωνίας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί -μια επικοινωνία σταθερό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αβεβαιότητα, η αμφιθυμία και αντιφατικότητα των μηνυμάτων.
(Για περισσότερα βλέπε: "Ο διπλός δεσμός, βασική έννοια της θεωρίας της σχιζοφρένειας του Gregory Bateson")

10. Ο Ντέιβιντ Κούπερ, όπως και ο Ρόναλντ Λαινγκ, υποστήριζε ότι, εκτός από την ψυχωτική λεγόμενη κρίση η οποία -όταν δεν παρεμποδιστεί και κατασταλεί με τις ψυχιατρικές ή τις βίαιες ψυχοθεραπευτικές πρακτικές- μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση του εαυτού και του κόσμου και σε μια λιγότερο αλλοτριωμένη και συμβατική ζωή, ανάλογα αποτελέσματα θα μπορούσαν να έχουν και οι "εκστατικές εμπειρίες" με τη βοήθεια του διαλογισμού ή της χρήσης ψυχεδελικών ουσιών (LSD, μεσκαλίνη, ψιλοκυβίνη κ.τ.λ.), τις οποίες ο ίδιος αποκαλεί "αντιναρκωτικά", με την παρουσία βέβαια πάντοτε ενός έμπιστου και έμπειρου ατόμου. (Βλέπε: "Η εμπειρία με το LSD" στο "Η γραμματική της ζωής", εκδόσεις Καστανιώτη, 1977) Αντίθετα, τασσόταν κατά της χρήσης της ηρωίνης, του αλκοόλ, των αμφεταμινών, των βαρβιτουρικών και των άλλων ψυχιατρικών "ναρκωτικών" επειδή "καταστρέφουν το σώμα και τον νου", αλλά και -υιοθετώντας τη θέση του ψυχίατρου και υπέρμαχου των αγώνων των αποικιοκρατούμενων λαών Φραντς Φανόν ("Της γης οι κολασμένοι)- επίσης κατά της χρήσης κάνναβης "επειδή μπορεί να καθυστερήσει την επαναστατική δράση". ("Η γραμματική της ζωής", σελ.61) 

11. «Ιδιαίτερα η γαλλική ψυχιατρική σχολή κάτω από την επιρροή του Μινκόφσκι (Eugène Minkowski), καθιέρωσε ως πρωτεύον διαγνωστικό κριτήριο της σχιζοφρένειας την ανικανότητα του πάσχοντος να δημιουργήσει συναισθηματική σχέση. Εν τη απουσία τέτοιας σχέσης, ονόμαζαν τον ασθενή "αυτιστικό", δηλαδή καθηλωμένο σε έναν [εσωτερικό] κόσμο ή σύστημα, ανίκανο να δημιουργήσει σχέσεις με τους άλλους. Εν συντομία, η γαλλική σχολή είχε την ακόλουθη θέση: Αν ένας ψυχίατρος δεν μπορεί να δημιουργήσει σχέση με τον ασθενή του, τότε ο ασθενής είναι σχιζοφρενής. Όμως, αυτό είναι επίσης και μια ανικανότητα από τη μεριά του ψυχιάτρου!» -επισημαίνει ο Ρόναλντ Λαινγκ σε συνέντευξή του το 1972 σε γαλλικό περιοδικό.
("Ψύχωση και Ψυχανάλυση. Μια συνέντευξη με τον Ρόναλντ Λαινγκ")

12. Για τις διαφορές και συγγένειες ανάμεσα στην "τρέλα", στην "αληθινή ψυχική υγεία" και στη "ψευδή ψυχική υγεία" του λεγόμενου φυσιολογικού ανθρώπου, βλέπε: Ντέιβιντ Κούπερ "Τί είναι η αντιψυχιατική;" Υποσημείωση 12.
----------------------

*   Εισαγωγικό παράθεμα:
Ντέιβιντ Κούπερ, Η γλώσσα της τρέλας, σελ. 186, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1978.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου